Τα συστηματικά νοσήματα που συχνότερα προκαλούν αλλοιώσεις στους οφθαλμούς και χρήζουν οφθαλμολογικής εξέτασης είναι ο διαβήτης, η αρτηριακή υπέρταση, τα αυτοάνοσα νοσήματα ( π.χ. συστηματικός ερυθηματώδης λύκος), λήψη συγκεκριμένων φαρμάκων ( π.χ. Plaqeunil, ) κ.α.
- Έχω ακούσει από αρκετούς ανθρώπους στο περιβάλλον μου πως πάσχουν από «ωχρά κηλίδα». Τι σημαίνει αυτό;
Η ωχρά κηλίδα είναι ανατομική περιοχή και όχι νόσος. Εντοπίζεται στο πίσω μέρος του ματιού και συγκεκριμένα στο κέντρο του αμφιβληστροειδούς. Είναι το σημείο του ματιού που παρέχει την οξύτερη όραση, και τυχόν βλάβες σε αυτό μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρή ελάττωση της οπτικής οξύτητας. Οι παθήσεις που μπορούν να προσβάλλουν την ωχρά κηλίδα είναι πολλές, όπως για παράδειγμα ο σαγχαρώδης διαβήτης, φλεβικές αποφράξεις, η μυωπία και διάφορες εκφυλίσεις και δυστροφίες. Η συχνότερη και κυριότερη νόσος που προσβάλει την ωχρά κηλίδα σε άτομα άνω των 60 ετών είναι η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας. - Πως θα το καταλάβω ότι πάσχω από ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας;
Τα συμπτώματα της ηλικιακής εκφύλισης εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη βαρύτητα της νόσου. Σε γενικές γραμμές προκαλεί θάμβος – από ήπιο έως σοβαρό – στο κεντρικό σημείο της όρασης, δυσκολία στο διάβασμα και παραμορφωμένη εικόνα προσώπων και αντικειμένων. - Άκουσα πως ορισμένοι πάσχουν από «ξηρή» ωχρά κηλίδα και άλλοι από «υγρή». Ποια είναι η διαφορά;
Η ξηρή μορφή χαρακτηρίζεται από ατροφίες στην περιοχή της ωχράς κηλίδας. Οι ατροφίες αυτές εξελίσσονται βραδέως και ποικίλουν σε βαρύτητα με αποτέλεσμα να προκαλούν από πολύ ήπιες έως σοβαρές διαταραχές στην όραση. Η υγρή (ή εξιδρωματική) μορφή είναι σοβαρότερη κατάσταση και οφείλεται σε παθολογικά αγγεία που αναπτύσσονται στην περιοχή της ωχράς κηλίδας. Τα στοιχεία που διαρρέουν από τα αγγεία αυτά προκαλούν σοβαρή βλάβη στην περιοχή και συνήθως οδηγούν σε απότομη και σημαντική πτώση της όρασης. - Ποιες εξετάσεις απαιτούνται για τη διάγνωση της ηλικιακής εκφύλισης;
Η χρήση ειδικών φακών είναι απαραίτητη για να ελεγχθεί ο αμφιβληστροειδής και συγκεκριμένα η ωχρά κηλίδα στα πλαίσια της κλινικής εξέτασης. Η καλύτερη όμως καταγραφή της νόσου απαιτεί συνήθως δύο εξειδικευμένες απεικονιστικές εξετάσεις. Η πρώτη είναι η οπτική τομογραφία συνοχής (optical coherence tomography, OCT), η οποία είναι κατά κάποιο τρόπο το αντίστοιχο της αξονικής τομογραφίας του σώματος αλλά πολύ απλούστερη και αθώα. Μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για τις τυχόν ανατομικές βλάβες της ωχράς κηλίδας και βοηθάει σημαντικά τόσο στη διάγνωση όσο και στην παρακολούθηση της νόσου. Η δεύτερη εξέταση είναι η αγγειογραφία (με φλουοροσεΐνη ή ινδοκυανίνη) κατά την οποία απεικονίζονται τα αγγεία της περιοχής και συμβάλλει στον εντοπισμό των παθολογικών αγγείων αλλά και στη διαφοροδιάγνωση της νόσου από άλλες παθήσεις που προσβάλλουν την ωχρά κηλίδα. - Μπορεί να προληφθεί ή να καθυστερήσει η εξέλιξη της νόσου;
Ασθενείς οι οποίοι πάσχουν από τη ξηρή μορφή της νόσου μπορούν να συμβουλευθούν τον οφθαλμίατρό τους για το ενδεχόμενο λήψης σκευασμάτων τα οποία περιέχουν βιταμίνες και ιχνοστοιχεία τα οποία θεωρούνται πως επιβραδύνουν την πορεία της νόσου. Επίσης, η διατροφή πλούσια σε φρούτα, λαχανικά και ψάρια, η αποφυγή του καπνίσματος και η χρήση γυαλιών ηλίου για την προστασία από την υπεριώδη ακτινοβολία αποτελούν σημαντικά μέτρα προφύλαξης. Τέλος, ο τακτικός έλεγχος με το Αmsler grid αποτελεί ένα εύκολο τεστ το οποίο μπορεί να αποκαλύψει μια πιθανή μετάπτωση στην υγρή μορφή της πάθησης. Το Αmsler αποτελείται από ένα δίκτυο κάθετων γραμμών που σχηματίζουν όμοια τετράγωνα. Ο εξεταζόμενος κοιτάζει σε μία κεντρική κουκκίδα φορώντας τα κοντινά του γυαλιά και καλείται να εκτιμήσει εάν τα τετράγωνα είναι φυσιολογικά ή παρουσιάζονται παραμορφώσεις, καμπύλες ή σκοτώματα. Είναι μία εύκολη και αρκετά ευαίσθητη εξέταση ενώ δεν απαιτείται η παρουσία γιατρού. - Υπάρχει θεραπεία για την πάθηση;
Για τη ξηρή μορφή τα μόνα μέτρα που μπορεί να λάβει κανείς είναι όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω σε συνδυασμό βέβαια με τον τακτικό έλεγχο από τον οφθαλμίατρό του. Για την υγρή μορφή, η θεραπεία εκλογής είναι οι ενδοφθάλμιες ενέσεις παραγόντων οι οποίοι στεγανοποιούν τα διαρρέοντα αγγεία και οδηγούν στην υποχώρηση των εξιδρωματικών στοιχείων. Οι ενέσεις αυτές σε μεγάλο ποσοστό οδηγούν σε σταθεροποίηση ή και βελτίωση της όρασης, κάτι που δεν ήταν σύνηθες με τις παλαιότερα εφαρμοζόμενες θεραπείες όπως το θερμικό laser ή η φωτοδυναμική αγωγή. - Υπάρχει συγκεκριμένος αριθμός ενέσεων που απαιτούνται για τη θεραπεία της υγρής ηλικιακής εκφύλισης της ωχράς;
Όχι. Πρέπει να γνωρίζουμε πως πρόκειται για μία χρόνια νόσο και το διάστημα κατά το οποίο θα παραμείνει ενεργή είναι αδύνατον να προβλεφθεί. Επίσης, το πρωτόκολλο που ακολουθείται από κάθε οφθαλμίατρο δεν είναι το ίδιο. Σε αδρές γραμμές πάντως οι ενέσεις γίνονται συνήθως κάθε ένα με δύο μήνες και κάθε φορά εκτιμάται το αποτέλεσμα με βάση την όραση αλλά και τα ευρήματα στις προαναφερθείσες απεικονιστικές εξετάσεις (OCT και, λιγότερο συχνά, αγγειογραφία). - Ποια είναι η πρόγνωση της νόσου;
Η ξηρή μορφή μπορεί να ακολουθήσει μια βραδεία πορεία προκαλώντας ήπια ή μέτρια διαταραχή στην όραση. Λιγότερο συχνά μπορεί να μεταπέσει στην υγρή μορφή η οποία, όπως είπαμε και πιο πάνω, οδηγεί συνήθως σε σοβαρή μείωσης της όρασης. Και στην τελευταία όμως περίπτωση, με τις σύγχρονες θεραπείες που πλέον έχουμε στη διάθεσή μας η πρόγνωση είναι πολύ καλύτερη από ό,τι στο παρελθόν με τους περισσότερους ασθενείς να διατηρούν μια λειτουργική όραση ή και να βελτιώνουν την οπτική τους οξύτητα.
Οι δύο κυριότερες επιπλοκές της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας είναι το οίδημα της ωχράς κηλίδας και η ανάπτυξη παθολογικών αγγείων (νεοαγγείων). Η ωχρά κηλίδα αποτελεί την κεντρική περιοχή των αμφιβληστροειδούς και κατ΄επέκταση είναι αυτή που παρέχει την καλύτερη όραση. Η προσβολή της ωχράς κηλίδας από τη διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια χαρακτηρίζεται από πάχυνση (οίδημα) του αμφιβληστροειδούς και πτώση της όρασης. Η βαρύτητα του οιδήματος, η έκταση της διαταραχής των αγγείων της ωχράς κηλίδας (ισχαιμία) και η χρονιότητα της βλάβης, αποτελούν σημαντικούς προγνωστικούς παράγοντες για την ανταπόκριση στη όποια θεραπεία και, τελικά, την όραση του ασθενούς.
Η ανάπτυξη παθολογικών αγγείων (νεοαγγείων) αποτελεί ουσιαστικά «απάντηση» του οργανισμού στην παρουσία εκτεταμένης έκτασης απόφραξης των μικρών (τριχοειδικών) αγγείων του αμφιβληστροειδούς. Τα νεοαγγεία μπορεί να δημιουργηθούν στην περιοχή των οπτικού νεύρου, επί του αμφιβληστροειδούς ή, ακόμα, και στο πρόσθιο τμήμα του οφθαλμού και συγκεκριμένα στην ίριδα. Τα αγγεία αυτά είναι ατελή, με αποτέλεσμα ανά πάσα στιγμή να υπάρχει ο κίνδυνος να ραγούν και να αναπτυχθεί αιμορραγία μπροστά από τον αμφιβληστροειδή ή και στην εσωτερική (υαλοειδική) κοιλότητα του οφθαλμού. Η βαρύτητα της αιμορραγίας ποικίλει και κυμαίνεται από την παρουσία μικρής προαμφιβληστροειδικής αιμορραγίας με μέτρια προσβολή της όρασης, έως μία εκτεταμένη αιμορραγία που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της υαλοειδικής κοιλότητας και συνοδεύεται από πολύ σοβαρή πτώση της οπτικής οξύτητας.
Επίσης, τα παθολογικά νεοαγγεία συνοδεύονται από ινώδη ιστό ο οποίος, κυρίως σε χρονίζουσες καταστάσεις, ασκεί μικρές ή ισχυρότερες έλξεις επί του αμφιβληστροειδούς. Οι έλξεις αυτές είναι δυνατόν να μείνουν στάσιμες για μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεί όμως να οδηγήσουν σε σοβαρή βλάβη του αμφιβληστροειδούς, όπως η ελκτική αποκόλλησή του.
Η εξέταση για τη διαπίστωση πιθανών βλαβών του αμφιβληστροειδούς από το διαβήτη απαιτεί, αρχικά, τη μελέτη του αμφιβληστροειδούς με ειδικούς φακούς υπό μυδρίαση. Σε περίπτωση ανεύρεσης στοιχείων διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας, και ανάλογα με τη βαρύτητα αυτών, μπορεί να απαιτηθεί η απεικονιστική καταγραφή των αλλοιώσεων, η οποία γίνεται με την οπτική τομογραφία συνοχής (Optical Coherence Tomography, OCT) και τη φλουοραγγειογραφία. Με το OCT καταγράφεται λεπτομερώς η παρουσία τυχόν οιδήματος στην ωχρά και η βαρύτητά του, ενώ με τη φλουοραγγειογραφία απεικονίζεται η κατάσταση του αγγειακού δικτύου, τα σημεία διαρροής καθώς και τα τυχόν νεοαγγεία.
Η θεραπεία της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας εξαρτάται από το ποια περιοχή του αμφιβληστροειδούς έχει προσβληθεί και από τη βαρύτητα της προσβολής. Το οίδημα της ωχράς κηλίδας απαιτεί την έγχυση ειδικών φαρμάκων (αντιαγγειογενετικών παραγόντων) εντός του οφθαλμού, τα οποία σκοπό έχουν να ελαττώσουν τη διαπερατότητα των προσβεβλημένων αγγείων και, κατ’ επέκταση, να μειωθεί το οίδημα. Οι ενέσεις αυτές γίνονται αρχικά ανά μήνα (για τους 3 έως 5 πρώτους μήνες) και η συνέχιση της αγωγής ρυθμίζεται ανάλογα με τη μέχρι τότε ανταπόκριση. Εναλλακτικά, μπορεί να εφαρμοστούν εγχύσεις κορτιζόνης εντός του οφθαλμού. Οι τελευταίες έχουν το πλεονέκτημα ότι απαιτείται επανάληψη της έγχυσης σε πιο αραιά χρονικά διαστήματα (ανά 3-4 μήνες) αλλά έχουν το μειονέκτημα της αυξημένης πιθανότητας ανάπτυξης υψηλής ενδοφθάλμιας πίεσης και καταρράκτη.
Η εφαρμογή ακτίνων laser στην αντιμετώπιση του οιδήματος της ωχράς κηλίδας αποτελεί πλέον συμπληρωματική θεραπευτική προσέγγιση, κυρίως σε περιπτώσεις όπου μετά από τις 3-4 πρώτες εγχύσεις το αποτέλεσμα δεν είναι ικανοποιητικό. Το laser σκοπό έχει να στεγανοποιήσει τα σημεία διαρροής των αγγείων αλλά η χρήση του απαιτεί προσοχή καθώς μπορεί να προκαλέσει μόνιμα σκοτώματα στο οπτικό πεδίο του ασθενούς.
Σε περίπτωση ανάπτυξης νεοαγγείων, θεραπεία εκλογής αποτελεί το laser το οποίο εφαρμόζεται σε όλη την έκταση του αμφιβληστροειδούς (εκτός φυσικά από την ωχρά κηλίδα) με σκοπό την υποστροφή των παθολογικών αγγείων. Επί ανάπτυξης εκτεταμένης υαλοειδικής αιμορραγίας, η οποία δεν υποχωρεί μετά από διάστημα ορισμένων μηνών, ή σε περίπτωση ελκτικής αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς, απαιτείται χειρουργική επέμβαση.
Κλείνοντας, πρέπει να αναφερθεί πως η ρύθμιση του σαγχαρώδους διαβήτη αλλά και άλλων καρδιαγγειακών παθήσεων που συχνά συνυπάρχουν, όπως η αρτηριακή υπέρταση και η υπερλιπιδαιμία, αποτελεί πολύ σημαντικό προγνωστικό παράγοντα για το εάν και σε πιο βαθμό θα προσβληθούν οι οφθαλμοί από το διαβήτη. Ακόμα όμως και σε περίπτωση ανάπτυξης οφθαλμικών βλαβών και εφαρμογής θεραπείας για επιπλοκές της διαβητικής αμφιβληστριοειδοπάθειας, η αποτελεσματικότητα της όποιας αγωγής εξαρτάται σημαντικά από το κατά πόσο είναι σωστά ρυθμισμένος ο ασθενής. Η όσο το δυνατόν λοιπόν καλύτερη ρύθμιση των πιο πάνω καρδιαγγειακών παραγόντων πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό μέλημα του ασθενούς, σε συνδυασμό πάντα με την ανά τακτά χρονικά διαστήματα παρακολούθηση από οφθαλμίατρο.
Το κύριο σύμπτωμα των φλεβικών αποφράξεων είναι συνήθως μία ξαφνική διαταραχή στην όραση, η βαρύτητα της οποίας εξαρτάται από την έκταση του φλεβικού δικτύου που έχει προσβληθεί και από το εάν οι αλλοιώσεις έχουν επεκταθεί στην ωχρά κηλίδα. Κατά την κλινική εξέταση, διαπιστώνονται αιμορραγίες στην περιοχή του αποφραχθέντος αγγειακού δικτύου, καθώς και πάχυνση (οίδημα) στην ωχρά κηλίδα, εάν αυτή έχει προσβληθεί. Τα κλινικά αυτά σημεία, συχνά υποχωρούν, μερικώς ή πλήρως, μετά από κάποιους μήνες, οπότε και η όραση μπορεί να βελτιωθεί.
Για την ακριβή απεικόνιση των βλαβών απαιτείται η διενέργεια τομογραφίας της ωχράς (OCT) η οποία καταγράφει το βαθμό του οιδήματος στην περιοχή. Επίσης, μετά από την παρέλευση λίγων εβδομάδων από την έναρξη της νόσου ώστε να έχουν υποχωρήσει κάπως οι αιμορραγίες, συνήθως γίνεται φλουοραγγειογραφία για τη διαπίστωση της έκτασης της αγγειακής βλάβης καθώς και για την καταγραφή τυχόν ισχαιμικών περιοχών του αμφιβληστροειδούς.
Οι ασθενείς οι οποίοι προσβάλλονται από κάποια φλεβική απόφραξη αμφιβληστροειδούς συχνά πάσχουν από αγγειακές διαταραχές όπως υπέρταση ή σαγχαρώδη διαβήτη. Σπανιότερα μπορεί να συνυπάρχουν διαταραχές της γλοιότητας του αίματος (δρεπανοκυτταρική αναιμία, πολυκυτταραιμία, λήψη αντισυλληπτικών κλπ) ή κάποιας μορφής θρομβοφιλία. Για το λόγο αυτό, και κυρίως άτομα τα οποία παρουσιάζουν φλεβική απόφραξη αμφιβληστροειδούς ενώ δεν αναφέρουν να πάσχουν από κάποιο συστηματικό νόσημα που θα μπορούσε να σχετίζεται με την οφθαλμική βλάβη, είναι απαραίτητο να υποβληθούν σε έναν αδρό έλεγχο για την πιθανότητα κάποιας συστηματικής πάθησης.
Η θεραπεία των φλεβικών αποφράξεων του αμφιβληστροειδούς γίνεται με την ένεση ειδικών φαρμάκων (αντιαγγειογενετικών παραγόντων) μέσα στον οφθαλμό, τα οποία σκοπό έχουν την ελάττωση της διαρροής των αγγείων και, κατά συνέπεια, την μείωση του οιδήματος της ωχράς. Οι ενέσεις αυτές, αρχικά γίνονται ανά μήνα περίπου, και μετά από τις 4-5 πρώτες, η συνέχεια εξαρτάται από την μέχρι τότε ανταπόκριση. Εκτός από τις ενέσεις, μπορεί να εφαρμοστεί και laser, είτε συμπληρωματικά για τη μείωση του οιδήματος της ωχράς είτε σε περίπτωση ανάπτυξης παθολογικών αγγείων (νεοαγγείων) του αμφιβληστροειδούς.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως η έναρξη αγωγής σε κάποιο ασθενή που εμφανίζεται με φλεβική απόφραξη αμφιβληστροειδούς δεν είναι μονόδρομος. Σε περίπτωση που η ωχράς κηλίδα δεν έχει προσβληθεί ή παρουσιάζει ελάχιστες βλάβες η όραση του ασθενούς μπορεί να παραμένει καλή. Εάν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι οι φλεβικές αποφράξεις έχουν μια τάση αυτοπεριορισμού και σε κάποιο βαθμό αυτοΐασης, είναι απολύτως λογικό σε ήπιες προσβολές της πάθησης να μην ξεκινάμε άμεσα θεραπεία αλλά ο ασθενής να παρακολουθείται στενά και να γίνει έναρξη αγωγής μόνο σε περίπτωση επιδείνωσης.
Συχνά προσβάλλονται άτομα υπερκινητικά και αγχώδη (προσωπικότητες τύπου Α). Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου, ενώ η νόσος είναι σε ύφεση, πυροδοτείται νέα υποτροπή αμέσως μετά από κάποιο γεγονός το οποίο προκάλεσε μεγάλο άγχος ή ένταση. Επίσης, η λήψη κορτιζόνης μπορεί να οδηγήσει σε ενεργοποίηση της πάθησης, γι΄αυτό και συνιστάται η αποφυγή της, εκτός εάν βέβαια υπάρχει σοβαρός λόγος υγείας που επιβάλλει τη χρήση της.
Για τη διάγνωση απαιτείται η μελέτη της ωχράς και του αμφιβληστροειδούς με ειδικούς φακούς, όπου συχνά αποκαλύπτεται μία περιγεγραμμένη υπέγερση του αμφιβληστροειδούς. Σαφής όμως διάγνωση τίθεται με τη διενέργεια τομογραφίας της ωχράς (OCT) καθώς και αγγειογραφίας των οφθαλμών.
Στα πρώτα επεισόδια της πάθησης συνήθως δεν εφαρμόζεται θεραπεία, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, η βλάβη μπορεί να υποχωρήσει, σε κάποιο βαθμό, μόνη της. Σε περίπτωση όμως πολλών επεισοδίων ή χρονιότητας της νόσου, εφαρμόζεται αγωγή με μια μορφή ήπιου laser, λίγα λεπτά μετά από την ενδοφλέβια έγχυση ενός φαρμάκου (visudyne). Η αγωγή αυτή ονομάζεται φωτοδυναμική θεραπεία και συνήθως οδηγεί στην υποχώρηση της βλάβης και τη βελτίωση της όρασης, ανάλογα βέβαια με τη σοβαρότητα των ατροφιών που έχουν ήδη δημιουργηθεί μέχρι τότε.
Μία από τις πιο επείγουσες καταστάσεις είναι η αποκόλλησή του, η οποία συμβαίνει κυρίως μετά από ρωγμή του αμφιβληστροειδούς.
Σημαντική είναι η κατανόηση από τον ασθενή των συμπτωμάτων της ρωγμής που θα τον κάνουν να επισκεφθεί τον οφθαλμίατρο. Αυτά είναι οι μυϊοψίες και οι φωταψίες.
Ως μυϊοψίες ονομάζουμε την εμφάνιση μαύρων στιγμάτων στο οπτικό πεδίο. Συνήθως οι ασθενείς τα περιγράφουν ως ¨μυγάκια¨ ή¨ιστό από αράχνη ¨.
Φωταψίες ονομάζουμε την εμφάνιση στιγμιαίων φωτεινών ερεθισμάτων. Οι ασθενείς τα περιγράφουν ως φλας από φωτογραφική μηχανή ή ως αστραπές.
Σε περίπτωση αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς συχνή είναι και η περιγραφή ενός ¨πέπλου ¨ ή μιας ¨ κουρτίνας ¨ ενώ άλλοι ασθενείς αναφέρουν μια απότομη μείωση της οράσεως.
Η μελέτη των παθήσεων του αμφιβληστροειδούς γίνεται με ειδικούς φακούς και αφού ανοίξει η κόρη (μυδρίαση) με ειδικές σταγόνες. Σε περίπτωση που αποκαλυφθεί ρωγμή αμφιβληστροειδούς αυτή απαιτεί άμεση αντιμετώπιση με laser. Η αποκόλληση αμφιβληστροειδούς απαιτεί χειρουργική επέμβαση. Τις περισσότερες φορές πάντως, η εξέταση ασθενών που παρουσιάζουν μυϊοψίες αποκαλύπτει αποκόλληση του υαλοειδούς, κάτι το οποίο είναι ουσιαστικά αθώο και δεν απαιτεί θεραπεία αλλά τακτική παρακολούθηση.
Είναι αποτέλεσμα της φυσιολογικής γήρανσης του φακού και εκδηλώνεται συνήθως μετά την ηλικία των 60 . Άλλα αιτία καταρράκτη είναι ο τραυματισμός, διάφορες συστηματικές παθήσεις καθώς και, σπάνια, ο συγγενής καταρράκτης.
Βασικά συμπτώματα του καταρράκτη είναι η θολή όραση, η δυσκολία στη νυχτερινή όραση (ειδικά στη νυχτερινή οδήγηση) και στο διάβασμα.
Φαρμακευτική θεραπεία του καταρράκτη δεν υπάρχει. Η όραση αποκαθίσταται με τη χειρουργική αφαίρεση του καταρρακτικού φακού και την αντικατάστασή του με τεχνητό ενδοφακό. Ένδειξη για χειρουργείο αποτελεί η θόλωση της όρασης που δε διορθώνεται με γυαλιά.
Το χειρουργείο ονομάζεται φακοθρυψία και γίνεται υπό τοπική αναισθησία. Μέσα από μικρές τομές 2-3 χιλιοστών, αφαιρείται ο καταρράκτης και γίνεται ένθεση ενός ενδοφακού κατάλληλα επιλεγμένου ανάλογα με την διαθλαστική κατάσταση του οφθαλμού. Χάρη στην απουσία ραμμάτων αλλά και την τοπική αναισθησία δεν απαιτείται η παραμονή στο νοσοκομείο.
Είναι μια ¨ύπουλη¨ νόσος χωρίς συμπτώματα στα πρώιμα στάδια η οποία προκαλεί μη αντιστρεπτές βλάβες στα οπτικά πεδία των ασθενών, αρχικά στην περιφερική όραση και στη συνέχεια στην κεντρική.
Παράγοντες που προδιαθέτουν σε γλαυκωματικές βλάβες είναι η αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση, το θετικό κληρονομικό ιστορικό και η μεγάλη ηλικία.
Η ενδοφθάλμια πίεση δεν συσχετίζεται με τη αρτηριακή πίεση και δεν επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες όπως διατροφή ή άσκηση.
Είναι πολύ σημαντική η πρώιμη αναγνώριση των γλαυκωματικών ασθενών και η στενή παρακολούθηση τους. Στόχος είναι, μειώνοντας τα επίπεδα της ενδοφθάλμιας πιέσεως, να καθυστερίσουμε την εξέλιξη των γλαυκωματικών αλλοιώσεων.
Στα πλαίσια της παρακολούθησης χρήσιμες εξετάσεις είναι η διενέργεια οπτικών πεδίων και οι απεικονιστικές εξετάσεις του οπτικού νεύρου (τομογραφία των νευρικών ινών).
Η θεραπεία του γλαυκώματος γίνεται κυρίως με κολλύρια και, σε σπάνιες περιπτώσεις, με χειρουργική επέμβαση.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό πως η θεραπεία με κολλύρια γίνεται κατά κανόνα εφ´όρου ζωής και εξατομικεύεται για κάθε ασθενή ανάλογα τα χαρακτηριστικά της νόσου.
Μυωπία:
Μυωπία ονομάζουμε το διαθλαστικό σφάλμα όπου οι ακτίνες φωτός εισερχόμενες στον οφθαλμό δεν εστιάζονται στον αμφιβληστροειδή, αλλά πιο μπροστά από αυτόν, με αποτέλεσμα τη δυσκολία στη μακρινή όραση. Οφείλεται είτε στο αυξημένο προσθιοπίσθιο μήκος του οφθαλμού είτε σε αυξημένη διαθλαστική δύναμη του κερατοειδούς. Άλλες καταστάσεις που προκαλούν μυωπία είναι ο καταρράκτης και ο διαβήτης.
Η μυωπία συνήθως ξεκινάει σε μικρή ηλικία και αυξάνεται μέχρι την ολοκλήρωση της σωματικής ανάπτυξης. Η διόρθωση της μυωπίας γίνεται με γυαλιά ή φακούς επαφής ή με διαθλαστική επέμβαση (laser) σε επιλεγμένα περιστατικά.
Η μυωπία πάνω από 6 βαθμούς χαρακτηρίζεται ως υψηλή και μπορεί να συνοδεύεται με αρκετές οφθαλμικές διαταραχές. Λόγω της αυξημένης προσθιοοπίσθιας διαμέτρου του οφθαλμού, οι ιστοί βρίσκονται υπό τάση με αποτέλεσμα να γίνονται περισσότερο ευαίσθητοι. Οι ασθενείς με υψηλή μυωπία έχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν γλαύκωμα, καταρράκτη σε πιο νεαρή ηλικία και αλλοιώσεις αμφιβληστροειδούς . Είναι λοιπόν φρόνιμο, ασθενεις με υψηλή μυωπία να εξετάζονται σε τακτική βάση από οφθαλμίατρο όχι μόνο για τη συνταγογράφηση γυαλιών αλλά και την παρακολούθηση των βλαβών που μπορεί να συνοδεύουν την υψηλή μυωπία.
Υπερμετρωπία:
Η υπερμετρωπία είναι το διαθλαστικό σφάλμα όπου το φως εισερχόμενο στον οφθαλμό δεν εστιάζεται στον αμφιβληστροειδή αλλά σε ένα υποθετικό σημείο πίσω από αυτόν. Ο ίδιος οφθαλμός έχει τη δυνατότητα εξουδετέρωσης του σφάλματος χρησιμοποιώντας την προσαρμογή. Αυτός είναι ο λόγος που μέχρι κάποια ηλικία χαμηλοί υπερμέτρωπες έχουν άριστη όραση. Καθώς με τα χρόνια η προσαρμογή φθίνει, η υπερμετρωπία γίνεται έκδηλη, με αποτέλεσμα τη δυσκολία στην κοντινή και τη μακρινή όραση. Συχνές είναι και οι κεφαλαλγίες, ειδικά τις απογευματινές ώρες. Ανάλογα με το βαθμό της υπερμετρωπίας η χρήση γυαλιών είναι βοηθητική ενώ σε επιλεγμένες περιπτώσεις μπορεί να εφαρμοστεί διαθλαστική επέμβαση (laser).
Αστιγματισμός:
Ο αστιγματισμός είναι το διαθλαστικό σφάλμα που οφείλεται σε διαταραχή της καμπυλότητας του κερατοειδούς. Προκαλεί δυσκολία στη μακρινή αλλά και την κοντινή όραση, ενώ χαρακτηριστική είναι η φωτοφοβία και η διπλωπία. Διόρθωση του αστιγματισμού επιτυγχάνεται με γυαλιά, φακούς επαφής ή την εφαρμογή διαθλαστικής επέμβασης (laser) σε επιλεγμένα περιστατικά.
Πρεσβυωπία:
Η πρεσβυωπία είναι η φυσιολογική κατάσταση κατά την οποία με την πάροδο της ηλικίας χάνεται η ικανότητα του οφθαλμού να εστιάζει σε κοντινά αντικείμενα.Συνήθως εμφανίζεται πρώτη φορά στην ηλικία των 40-45 ετών και διορθώνεται με τη χρήση γυαλιών. Η πρεσβυωπία παρουσιάζει σταδιακή αύξηση για κάποια χρόνια, μέχρι τη στιγμή που σταθεροποιείται. Όσοι έχουν υπερμετρωπία εμφανίζουν ανάγκη για κοντινά γυαλιά νωρίτερα, ενώ όσοι έχουν μέτρια μυωπία χρειάζονται κοντινά γυαλία σε μεγαλύτερη ηλικία ή ακόμα και ποτέ (ανάλογα με τους βαθμούς της μυωπίας).
Η φλεγμονή αυτού του υμένα ονομάζεται επιπεφυκίτιδα και τα πιο συχνά αίτια είναι η ιογενής και η βακτηριακή μόλυνση αλλά και η αλλεργία.
Είναι μια από τις πιο συχνές αιτίες του ερυθρού οφθαλμού και συνοδεύεται από οίδημα, έντονη δακρύρροια και ενόχληση.
Η αλλεργική μορφή χαρακτηρίζεται από έντονο οίδημα και δακρύρροια. Οφείλεται σε αλλεργιογόνα όπως η γύρη, η σκόνη και τα φυτά, ενώ αλλεργία μπορούν να προκαλέσουν και τα καλλυντικά. Η θεραπεία συνίσταται σε απομάκρυνση του αλλεργιογόνου από το περιβάλλον και μια υποστηρικτική αγωγή για λίγες ημέρες.
Η βακτηριακή και η ιογενής μορφή χαρακτηρίζονται από δακρύρροια και από εκκρίσεις.
Η ιογενής επιπεφυκίτιδα είναι μια αυτοϊούμενη και μεταδοτική νόσος. Ο ασθενής πρέπει να τηρεί τους βασικούς κανόνες υγιεινής ούτως ώστε να μη μεταδώσει τη νόσο . Μια υποστηρικτική αγωγή για την μείωση της έντασης των συμπτωμάτων είναι αρκετή. Αντίθετα, η βακτηριακή επιπεφυκίτιδα απαιτεί τη χρήση αντιβιοτικών κολλυρίων.
Παρά την ένταση των συμπτωμάτων η επιπεφυκίτιδα συνήθως δε προκαλεί ιδιαίτερες επιπλοκές στην όραση.